σμιγός

σμιγός
ο, Ν
1. μίγμα σίτου και κριθής ή σίτου και σίκαλης
2. αλεύρι ανάμικτο από σίτο και κριθή ή σίτο και σίκαλη
3. μίγμα σπόρων κριθής και σίκαλης που σπέρνεται στο ίδιο χωράφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το αρχ. επίθ. συμμιγής με σίγηση τού / i / μετά από σ- (πρβλ. σιτάρι: στάρι) και μεταπλασμό τού αρχ. σιγμόληκτου επιθ. κατά τα δευτερόκλιτα σε -ος, μέσω ενός μτγν. τ. τής γεν. τού συμμιγού (πρβλ. ακριβός < ακριβής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σμιγάδι — και σμιγάρι, το, Ν ο σμιγός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σμιγάδι < σμιγός + κατάλ. άδι (πρβλ. ασπρ άδι), ενώ ο τ. σμιγάρι < σμιγός + κατάλ. αρι (πρβλ. βλαστ άρι)] …   Dictionary of Greek

  • σμιγάδι — σμιγάδι, το και σμιγός, ο μείγμα σιταριού και κριθαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”